σάπωνες

σάπωνες
Με την ευρεία έννοια, μεταλλικά άλατα των λιπαρών οξέων· υπό περιορισμένη έννοια, τα αλκαλικά άλατα (νάτριου ή καλίου) των λιπαρών οξέων. Οι σ. που προέρχονται από τα άλατα του νάτριου είναι σκληροί και, για τις απορρυπαντικές τους ιδιότητες, οι πιο διαδομένοι. Οι σ. από τα άλατα του καλίου, μαλακοί και ευδιάλυτοι, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή υγρών σ. και σ. ξυρίσματος. Τα οξέα που αντιδρούν με το νάτριο ή το κάλιο ανήκουν στη λιπαρή σειρά και, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων του άνθρακα που περιέχουν, προσδίνουν στους σ. διάφορες ιδιότητες. Τα λιπαρά οξέα, π.χ., που προέρχονται από το λίπος, έχουν στην αλυσίδα τους 16 και 18 άτομα άνθρακα και παράγουν πολύ καλούς σκληρούς σ., οι οποίοι όμως είναι πολύ λίγο διαλυτοί στο κρύο νερό. Τα οξέα, προερχόμενα αντίθετα από τα φυτικά έλαια (π.χ. εκείνα που εξάγονται από τους κοκκοφοίνικες ή από τους σπόρους του φοίνικα και των αραχίδων), περιέχουν 12 και 14 άτομα άνθρακα και δίνουν σ. σκληρούς και εύκολα διαλυτούς στο κρύο νερό. Στην παρασκευή των σ. χρησιμοποιείται συνεπώς ένα μείγμα αυτών των πρώτων υλών, έτσι ώστε να παράγονται άριστα προϊόντα. Η μέθοδος παρασκευής των σ. είναι πολύ παλιά και στηρίζεται βασικά στην αντίδραση της σαπωνοποίησης των λιπών με καυστική σόδα, η οποία προσθέτεται σε ποσότητα μεγαλύτερη από όση απαιτείται για να πραγματοποιηθεί η χημική αντίδραση. Τα λίπη με τον τρόπο αυτόν ελευθερώνουν τα οξέα (που αντιδρούν με τα αλκάλια και δίνουν τους σ.) και γλυκερίνη. Η απορρυπαντική ικανότητα των σ. είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα που ακόμα μελετείται· οφείλεται μάλλον στην ιδιότητα των σ. ν’ απορροφούν τα λίπη σχηματίζοντας γαλακτώματα, που αφαιρούνται εύκολα με απλό τρίψιμο και πλύσιμο, και στην ιδιότητα να ελαττώνουν την επιφανειακή τάση του γαλακτώματος που σχηματίζεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… …   Dictionary of Greek

  • λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… …   Dictionary of Greek

  • μικύλλιο — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη βοτανική για να χαρακτηριστούν οι συσσωρεύσεις μικροσκοπικών κυττάρων, αργότερα όμως επεκτάθηκε στα συμπλέγματα μορίων ή ιόντων διαλύτη σ’ ένα διάλυμα. Μερικοί τύποι ουσιών, οι οποίες μέσα σ’ ένα πολύ αραιό… …   Dictionary of Greek

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

  • ναπάλμ — Εμπρηστική ουσία που παράχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1942. Είναι μια ζελατινώδης μάζα που κατασκευάζεται με την ανάμειξη βενζίνης και ενός μείγματος αλάτων ναφθαλικού οξέος (από όπου η πρώτη συλλαβή του ν.) και από σάπωνες λιπαρών οξέων,… …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοποίηση — Χημική αντίδραση κατά την οποία τα λίπη διασπούνται στα συστατικά τους, με την παρουσία αλκαλικών βάσεων, που έχουν προστεθεί σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση θεωρητικά απαιτείται. Αν ένα λίπος θερμανθεί με διάλυμα καυστικής σόδας, παράγονται… …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοποιώ — και σαπουνοποιώ Ν μετατρέπω λιπαρές ουσίες σε σάπωνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπωνοποιός / σαπουνοποιός. Ο τ. σαπωνοποιῶ μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • γαλακτωματοποιητές — Ομάδα ουσιών που αν προστεθούν σε μείγμα δύο ευκίνητων υγρών βοηθούν στον σχηματισμό σταθερού γαλακτώματος. Ο σχηματισμός γαλακτωμάτων είναι πολλές φορές απαραίτητος τόσο στο εργαστήριο όσο και στη βιομηχανία για την παρασκευή φαρμάκων,… …   Dictionary of Greek

  • επιφανειοδραστικά αντιδραστήρια — Ουσίες που όταν προστεθούν σε ένα υδατικό ή ελαιώδες υγρό υποβιβάζουν ισχυρά την επιφανειακή του τάση. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες εμφανίζουν πάντοτε μια τάση σχηματισμού αφρού (αφρογόνα) λιγότερο ή περισσότερο υψηλή. Αυτή η τάση προσδιορίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”